κωπηλάτημα

κωπηλάτημα
το
1. κάθε κίνηση τού κουπιού μέσα στο νερό, η κουπιά
2. κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωπηλατῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ν. Αργυριάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουπιά — η 1. κάθε προώθηση βάρκας με το κουπί, κωπηλάτημα. 2. χτύπημα με κουπί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”